ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Ο ΦΛΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧ
Γράφει ο/η Κ. Φυσαράκης   
11.05.05
Το πρώτο σχολείο που λειτουργεί στην Ανατολική Κρήτη είναι στο ιστορικό χωριό Αβδού της όμορφης Λαγκάδας της επαρχίας Πεδιάδας, μεγάλο πνευματικό αλλά και επαναστατικό κέντρο σ’ όλες τις κρητικές εξεγέρσεις, που σήμερα ανήκει διοικητικά στο Δήμο Χερσονήσου...

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Ο ΦΛΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΑΒΔΟΥ.

Δεν είναι τυχαίοι οι χαρακτηρισμοί του εκκλησιαστικού υμνωδού: «μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου θεότητος» και «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας», που αποδίδονται ως γνωστόν στους Τρεις Ιεράρχες. Ο Μέγας Βασίλειος (330-379), Αρχιεπίσκοπος στη Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο Θεολόγος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (328-390) και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407), Πατριάρχες οι τελευταίοι Κωνσταντινουπόλεως σε διαφορετικό χρόνο, ξεχώρισαν για τη συστηματική μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού σπούδασαν και οι τρεις στην Αθήνα. Εναρμόνισαν τα διδάγματα των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων μ’ αυτά της διδασκαλίας του Χριστού και θεμελίωσαν έτσι τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που όπως αποδείχθηκε αργότερα αποτέλεσε το προπύργιο του βυζαντινού πολιτισμού απέναντι στις ορδές του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Η έμπρακτη δράση στη ζωή τους, πιστή εφαρμογή των σοφών λόγων τους με τη διδασκαλία και μόρφωση του λαού τους, τους ανέβασε στους μεγαλύτερους δασκάλους της Χριστιανοσύνης. Δεν αξιώθηκαν μόνο να γράψουν και να συντάξουν τη θεία λειτουργία, αλλ’ ακόμα και παιδαγωγικά συγγράμματα κατέλειπαν. Μ’ όλα αυτά πότισαν την οικουμένη με τα πιο γλυκά νάματα της θεολογίας και δίκαια προσαγορεύτηκαν «μέγας» ο Βασίλειος, «θεολόγος» ο Γρηγόριος και «χρυσορρήμων ή χρυσόστομος» ο Ιωάννης.

Μέχρι τον 11ο αιώνα οι γιορτές τους εορτάζονταν χωριστά. Στη Κωνσταντινούπολη, όμως άρχισαν σιγά–σιγά έντονες συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των μορφωμένων, για το ποιος από τους τρεις αγίους είναι ο σπουδαιότερος. Έτσι παρουσιάσθηκαν τη περίοδο του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), τρεις ομάδες χριστιανών οι Βασιλίτες, οι Γρηγορίτες και οι Ιωαννίτες, που δημιούργησαν επικίνδυνες καταστάσεις και διασάλευση της δημόσια τάξης στο Βυζάντιο. Τη λύση τότε έδωσε ο Μητροπολίτης Ευχαϊτών Ιωάννης ο Μαυρόποδας , που συμφιλίωσε τους φανατικούς αυτούς χριστιανούς, με τη πρότασή του για κοινή εορτή των Τριών Ιεραρχών[1] αλλά και με τα τροπάρια, κανόνες και εγκώμια που τους συνέθεσε. Καθιερώθηκε πράγματι με ανακούφιση έκτοτε η 30ή Ιανουαρίου σαν εορτή των Τριών Ιεραρχών ισότιμων και ισάξιων αγίων στη σοφία, τη θεία χάρη και την αγιότητα.

Σ’ όλη την ελληνική εθνότητα επικράτησε εθιμοτυπικά από τότε η γιορτή των Τριών Ιεραρχών να σχετίζεται με τη παιδεία και τα ελληνικά γράμματα, συνεχίστηκε τη περίοδο της τουρκοκρατίας οπότε και πήρε εθνικό χαρακτήρα. Στους τούρκους εμφανιζόταν σαν θρησκευτική γιορτή και ημέρα εξέτασης της προόδου των μαθητών, αλλά ουσιαστικά οι παπάδες-δάσκαλοι καλλιεργούσαν στα ελληνόπουλα το πόθο για λευτεριά. Μετά την απελευθέρωση αναγνωρίστηκε επίσημα πρώτα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με απόφαση της Συγκλήτου το σχολικό έτος 1843-44 και αργότερα πια νομοθετικά από την Ελληνική Πολιτεία. Η χριστιανική αυτή γιορτή συνδέθηκε με την αρχαία ελληνική κουλτούρα και μόρφωση, που συνδύαζαν άριστα οι τρεις σοφοί ιεράρχες, γι’ αυτό και καθιερώθηκε σαν η πιο λαμπρή γιορτή των ελληνικών σχολείων και της εκπαίδευσης γενικότερα[2].

Μετά τη καθιερωμένη θεία λειτουργία και πανήγυρη ένας από τους εκπαιδευτικούς εκφωνούσε το πανηγυρικό της ημέρας, απαγγέλλονταν από τους σπουδαστές ποιήματα, ψάλλονταν ύμνοι και τραγούδια και μοιράζονταν στο τέλος της τελετής από τους δασκάλους στα παιδιά τα γνωστά μέχρι και σήμερα αρτουλάκια (γλυκά αρτοσκευάσματα). Στην εργασία του Ν. Β. Δρανδάκη: «Ειδήσεις περί των σχολείων Ρεθύμνης κατά το δεύτερον τέταρτον του 19ου αιώνος»[3], αναφέρεται ότι η επιτροπή των σχολείων παρασκεύαζε άρτους. Για τη κατασκευή τους αγόραζαν στάρι ρούσσικο (ρώσσικο) και όμοιο μισίρι[4] δαπανούσαν για καθαριστικό και αλεστικό και προμηθεύονταν μέλι, κανέλλα, μαστίχα, πιπέρι, ρακή και ζάχαρη. Αγόραζαν επίσης μυρσίνες (μυρτιές) δύο γομάργια[5] για το πανηγυρισμό.  

Στη Κρήτη όπως ήταν φυσικό, οι τούρκοι με τη σκληρή στάση τους απέναντι στους χριστιανούς νόμιζαν ότι θα πετύχαιναν το σταδιακό εξισλαμισμό τους. Με τη πάροδο όμως του χρόνου, όχι μόνο δεν έβλεπαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλ’ αντίθετα γιγαντώνονταν το θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των κρητικών. Τότε άλλαξαν στάση προκειμένου με την εκπαίδευση να μπορέσουν να τους εκμεταλλευτούν οικονομικά κ’ έτσι να τους προσεταιριστούν και να τους κατακτήσουν ευκολότερα. Μέχρι το 1856 ισάριθμα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν στις τρεις μεγάλες πόλεις Ηράκλειο, Χανιά και Ρέθυμνο με ελάχιστα αλληλοδιδακτικά[6]. Με τη συνθήκη του Χάττι – Χουμαγιούν (1856) και την αλλαγή της τουρκικής διοίκησης στα πρόσωπα των Σαλήχ Βαμήκ, Μεχμέτ – Εμίν και  Ισμαήλ Πασά υιοθετούνται εκσυγχρονιστικές για την εποχή πολιτικές όχι μόνο στη παιδεία[7] αλλά τη θρησκεία, τη γεωργία κ.α. Ιδρύονται τότε (1860) οι τρεις Δημογεροντίες Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων, υπό τη διοίκηση των μητροπόλεων, που απαρτίζονται μόνο από χριστιανούς, με σκοπό την επίλυση και διαχείριση χριστιανικών περιουσιακών και ορφανικών ζητημάτων (Ορφανική Τράπεζα, Χριστιανικό Νοσοκομείο κλπ). Επιτρέπεται η ανεξιθρησκεία και διακηρύσσεται η ισότητα χριστιανών και τούρκων (έναρξη κατασκευής του Αγίου Μηνά). Παρακινούνται και αρχίζουν να λειτουργούν δειλά-δειλά τα πρώτα σχολεία της επαρχίας, όπου και διαμένει η μεγάλη πλειοψηφία του κρητικού πληθυσμού[8].

Το πρώτο σχολείο που λειτουργεί στην Ανατολική Κρήτη είναι στο ιστορικό χωριό Αβδού της όμορφης Λαγκάδας [9] της επαρχίας Πεδιάδας, μεγάλο πνευματικό αλλά και επαναστατικό κέντρο σ’ όλες τις κρητικές εξεγέρσεις, που σήμερα ανήκει διοικητικά στο Δήμο Χερσονήσου.

Όταν σε μια συνάντηση στην Αγκάραθο, την έδρα της τότε επισκοπής Χερρονήσου, πριν το Πάσχα του 1860, οι ιδρυτές του σχολείου και πρόκριτοι του Αβδού συναντούνται με το δάσκαλο Ευάγγελο Γ. Φουρναράκη, κατορθώνουν να τον πείσουν και να τον φέρουν στο Αβδού. Η πειθώ αυτή βασίστηκε στην απειλή των κατοίκων της Λαγκάδας από τους φλάρους (καθολικούς καλόγερους) του Πάπα, που υπόσχονταν προκειμένου να προσηλυτίσουν το λαό μεταξύ των άλλων την ίδρυση εκ μέρους τους σχολείων για τα παιδιά τους. Δεν ήταν τυχαίο, που οι καλόγεροι αυτοί προσπάθησαν και επέλεξαν δοκιμάζοντας αυτή τη περιοχή και ειδικά το Αβδού με τη μακρόχρονη ιστορία του πνευματική και θρησκευτική. Τα αρχαία μινωϊκά λατρευτικά σπήλαια της σημερινής Αγίας Φωτεινής και της Φανερωμένης, αλλά και τους σημαντικότατους ναούς, τον παλαιοχριστιανικό ναό (πιθανόν του Προφήτη Αβδιού) στα Κοντάρια των Λινών[10], τους τοιχογραφημένους βυζαντινούς ναούς Παναγία Ευαγγελίστρια (12ος αιώνας), ¶γιο Αντώνιο (14ος αιώνας), ¶γιο Κων/νο (14ος αιώνας), ¶γιο Γεώργιο (14ος αιώνας), ¶γιο Λεόντιο (σχεδόν κατεστραμμένη σήμερα με άγνωστου χρόνου τοιχογραφίες), τους ναούς με τα θαυμαστά πέτρινα αγιοθύριδα Παναγία Παντάνασσα (16ος αιώνας) και Αγία ¶ννα (16ος ή 17ος αιώνας) κλπ.

Στην ίδρυση του σχολείου του Αβδού (Πάσχα του 1860) συνέβαλε καθοριστικά ο ευγενής και φλογερός πατριώτης μας εκπαιδευτικός Εμμανουήλ Βυβιλάκης, που διέμενε στην ελεύθερη τότε Σύρο και συμμετείχε στην επί των σχολείων της Κρήτης επιτροπή. Η επιτροπή αυτή έδρευε στην Αθήνα με την άδεια της τότε ελληνικής κυβερνήσεως και σκοπό είχε να υποστηρίξει και διαδώσει τα ελληνικά γράμματα με τη σύσταση σχολείων στη Κρήτη. Η εγκύκλιος που κυκλοφορούσε και προπαγάνδιζε αυτό το έργο κατέληγε[11] : «… Όθεν είμεθα πεπεισμένοι ότι οι Κρήτες θέλουσιν εύρει εις όλας τας ευγενείς των φιλομούσων ψυχάς την απαιτουμένην εις τον φωτισμόν των γενναίαν αντίληψιν. Όσοι λοιπόν εκ των ομογενών και αλλογενών, από το ευγενές αίσθημα της φιλανθρωπίας και της φιλομαθείας ορμώμενοι επιθυμούσι να συνεισφέρουσί τι συντείνον προς τον φιλάνθρωπον τούτον σκοπόν, παρακαλούνται να διευθυνθώσι δια των επιστολών των : Προς την επί των Σχολείων της Κρήτης Επιτροπήν εις Αθήνας.»

O Εμμανουήλ Βυβιλάκης συγκέντρωνε στην Ερμούπολη της Σύρου και απέστελλε βιβλία και άλλο εποπτικό υλικό για πολλά χρόνια, όχι μόνο στο σχολείο του Αβδού αλλά και σ’ άλλα νεοϊδρυόμενα σχολεία της Κρήτης[12]. Σε επιστολή του Αντωνίου Μ. Ζωγράφου ή Ξανθουδίδη[13] και του Δαυίδ Πασχάλη[14] από το Αβδού στις 4 Μαΐου 1860 αναφέρεται :

«Αξιότιμε, πατριώτα και ευεργέτα της πατρίδος μας κύριε,

Ευχαρίστως εδέχθημεν το από 11 του παρελθόντος τιμαλφέστατον μοι και ευεργετικόν γράμμα σας, καθώς και τα σταλέντα παρ’ υμών δώρα σας, εις την νέαν συστηθείσαν παρ’ ημών σχολήν, 80 πίνακας, 24 αβάκια[15], αλφαβητάρια μικρά ως και μεγάλα, ιεράς κατηχήσεις, ιεράς ιστορίας, προσευχητάρια κ.τ.λ. Μένομεν ευγνώμονες δια βίου δια το μέγα ευεργέτημα ( το οποίον μας εφάνη μέγα διότι ημείς των τοιούτων υστερούμεθα) προς τον φιλόμουσον, φιλεύσπλαχνον και φιλόπατριν πατριώτην δια την ευγενή και φιλόμουσον και ευεργετικήν διάθεσιν της υμετέρας ευγενείας….»

Σε προγενέστερη επιστολή από Αβδού των Α. Ζωγράφου, Δ. Πασχάλη, Γ. Τηλιανάκη[16](ιδρυτών του σχολείου) και του διδασκάλου Ευάγγ. Φουρναράκη στις 8 Απριλίου 1860, αναφέρουν τις ευχαριστίες τους στον Εμμανουήλ Βυβιλάκη για το λόγο των Αγίων Δέκα που συνέταξε και τους απέστειλε. Ο λόγος αυτός έφερε στους αναγνώστες συγχωριανούς (150 οικογένειες) μεγάλη εντύπωση για τον επερχόμενο εκ της απάτης του φλάρου του Πάπα κίνδυνο και συνεχίζουν : «…Τούτου ένεκα βλέποντες και ημείς την απώλειαν των εγχωρίων μας, ως και των πλησίον χωρίων εις ήν υπέπεσαν, και δια να τους αποσύρωμεν εις την πάτριον ημών θρησκείαν, και δια να μη λάβη χώραν η διδασκαλία του Φλάρου εις τα χωρία μας , απεφασίσαμεν να προσκαλέσωμεν τον πρώην διδάσκαλον της μονής Αγκαράθου, κύριον Ευάγγελον Φουρναράκην, όπως διδάσκη τα τέκνα μας, και παρακινήσωμεν και τους εξοκείλαντας, να βάλωσι τα τέκνα των να εκπαιδευθώσι, χωρίς όμως να έχωσι κανέν έξοδον.

Αλλά τρεις άνθρωποι μόνον, άνευ άλλων συνδρομητών, δεν ημπορούν να διατηρήσουν σχολείον...»

Ο αριθμός των μαθητών του σχολείου Αβδού λίγες μέρες μετά την έναρξη μαθημάτων ανέρχεται στους 40, ενώ συγχρόνως συνεχίζουν να εγγράφονται από τα γύρω χωριά μαθητές που θα φτάσουν τελικά τους 100 σύμφωνα με εκτιμήσεις του διδασκάλου Ευάγγ. Φουρναράκη σε επιστολή του από το Αβδού στις 7-5-1860, στον Εμμ. Βυβιλάκη. Στη ίδια επιστολή αναφέρει ότι ανοίχτηκε βιβλίο καταγραφής συνδρομητών για το κτίσιμο ανεξάρτητου σχολείου και ότι ο επίσκοπος Χερρονήσου ευχαρίστως το εγκαινίασε[17](9-4-1860) και υποχρέωσε μάλιστα τους ιερείς των χωριών και τους ηγουμένους των μονών να φανούν συνδρομητές. Οι ιδρυτές του σχολείου προς έπαινό τους προσκάλεσαν και έφεραν διδάσκαλο εκκλησιαστικής μουσικής μαζί με τον αλληλοδιδάσκαλο. Στην ίδια επιστολή αναφέρονται δύο μαθητές προχωρημένοι και κατάλληλοι για αλληλοδιδάσκαλοι, αλλά οι γονείς τους προθυμοποιούνται να τους στείλουν για τη συνέχιση των σπουδών τους στο γυμνάσιο της Σύρου. Μετά τον Ευάγγ. Φουρναράκη ο επόμενος διδάσκαλος του Αβδού διορίστηκε από την Φιλεκπαιδευτική Εταιρία Ηρακλείου (με εφόρους τους Μιχ. Διαμαντίδη, Στέφ. Νικολαΐδη, Γεώργ. Αγγελίδη, Ιωάνν. Ζαχαριάδη και Αριστείδη Ζαφειρίδη) στα τέλη Σεπτεμβρίου 1861, που δίδαξε εκτός των άλλων και μαθήματα Γαλλικών στους προχωρημένους μαθητές του σχολείου Αβδού, σύμφωνα με α) τις επιστολές Φουρναράκη (26-12-1861), β)Ζωγράφου, Πασχάλη και Τηλιανάκη(πιθανόν Οκτώβριος 1861). Αλλά και γ)επιστολή από τους εφόρους του σχολείου Αβδού ( Παπά Νικόλαο Νταφώτη, Μανούσο Φανουράκη, Ιωάννη Καγιαμπάκη, Νικόλαο Κασσώτη, Νικόλαο Γουβιανό, Νικόλαο Φραγκάκη, Γεώργιο Μανουσάκη, Κωνσταντίνο Ανδρουλάκη, Αντώνιο Ζωγράφο, Ιωάννη Γ. Γουβιανό και Εμμανουήλ Τζαβλάκη), όπου ζητείται από την Δημογεροντία Ηρακλείου η αποστολή διδασκάλου «αρμόζοντος εις το χωρίον μας, όστις να είναι προικισμένος με όλα τα απαιτούμενα ήθη και με μικρόν μισθόν, διότι ηξεύρει η Σεβαστή Εφορία ότι ημείς είμεθα πτωχοί άνθρωποι, και δεν δυνάμεθα να πληρώνωμεν μισθόν περισσότερον της δυνάμεώς μας» (22-9-1862) 

Το σχολείο του Αβδού συνεχίζει τη λειτουργία του και τά επόμενα σχολικά έτη[18] και διακόπτει μόνο τη τριετή αιματηρή επανάσταση 1866-69. Το σχολείο στεγάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στα σπίτια με ανεδιάδα (αυλή) της φρενολήπτου Ελισάβετ Πανδερμαράκη[19], που παραχωρούνται από τους συγγενείς της και βρίσκονται πιθανόν σήμερα απέναντι των οικιών των ηρώων Νταφώτη. Ο Δήμος Χερσονήσου αγόρασε μέρος των οικιών Νταφώτη, όπου λέγεται ότι σκοπεύει να ιδρύσει ιστορικό μουσείο.  Παράλληλα με το σχολείο αυτό ιδρύεται και λειτουργεί από το 1882 συγχρόνως η Ελληνική Σχολή του Αβδού, η οποία εκδίδει πιστοποιητικά ικανότητας διδασκαλίας στους απόφοιτους σπουδαστές. Να σημειωθεί ότι η διάρκεια σπουδών της Ελληνικής Σχολής είναι δύο χρόνια ενώ του αλληλοδιδακτικού σχολείου τέσσερα.

Είναι φανερό ότι η γιορτή των Αγίων των Ελληνικών Γραμμάτων, Τριών Ιεραρχών και ειδικότερα το πρώτο χρόνο λειτουργίας του σχολείου στο Αβδού στις Ανατολικές επαρχίες της Κρήτης έμελλε να πάρει λαμπρό πανηγυρικό χαρακτήρα. Με λεπτομερή επιστολή - αναφορά της 1ης Φεβρουαρίου 1861, από το Αβδού, περιγράφεται από το δάσκαλο Ευάγγ. Γ. Φουρναράκη το λαμπρό τελετουργικό της γιορτής αυτής, την 30ή Ιανουαρίου 1861 τη πρώτη επέτειο λειτουργίας του σχολείου Αβδού. Παραλήπτης φυσικά ο ηθικός και υλικός ευεργέτης του σχολείου Εμμανουήλ Βυβιλάκης :

«Σας ειδοποιώ προς ευχαρίστησίν σας, ότι το σχολείον του χωρίου Αυδού, δια την σύστασιν και διατήρησιν του οποίου τοσαύτην καταβάλλετε προθυμίαν και επιμέλειαν, συνεργούντες έργω και λόγω, προχωρεί κατά την ευγενή επιθυμίαν σας, με γιγαντιαία βήματα. Ακόμη ως γνωρίζετε, δεν είναι έν έτος αφού εσυστήθη, και άπαντες οι πλησιόχωροι κάτοικοι έσπευσαν να στείλωσι τα παιδία των, παρακινούμενοι από τους αξιοτίμους ιδρυτάς του αυτού σχολείου, κυρίους Αντ. Ζωγράφον, Δαΐδ Πασχάλην και Γεώργιον Τηλιανάκην, οι οποίοι καταβάλλουσι πάσαν προσπάθειαν δια την καλήν τάξιν και διατήρησίν του.  

Την παραμονήν των Τριών Ιεραρχών, η επιτροπή του σχολείου ειδοποίησεν όλα τα πέριξ χωρία, ό,τι εορτή του σχολείου Αυδού καθιερώθη να τελήται κατ’ έτος, και ιδού αρχίζει από το ενεστός έτος μετά αρτοπλασίας εις τον εσπερινόν και πάσαν άλλην αξιοπρεπή ιεροτελεστίαν. Είναι απερίγραπτος ο ζήλος και η προθυμία με την οποίαν συνέρευσαν πανταχόθεν άνδρες τε και γυναίκες εις την πρωτοφανή ταύτην πανήγυριν της επί τοσούτω προσφιλούς εις τους κατοίκους παιδείας, εις ήν ήσαν προσκεκλημένοι και διάφοροι εκ των περιχώρων ιερείς, ο ηγούμενος της Κεράς, Χατζή Μακάριος, (όστις ασθενών έστειλε τον υιόν του Κωνσταντίνον Παπαδάκην) οι οποίοι μετά των ιερέων του χωρίου Αυδού, και του προϊσταμένου αυτών παπά Νικολάου[20], ενδεδυμένου χρυσοΰφαντον ιερατικήν στολήν, έκαμαν συλλείτουργον , εις ό παρίστατο μετά μεγίστης κατανύξεως άπαν το χριστεπώνυμον πλήθος και εμνημονεύθησαν οι ιδρυταί και συνδρομηταί του σχολείου . Η συγκινητικωτέρα δε πασών θέα ήτον, οι μαθηταί του σχολείου ενδεδυμένοι λευκά στιχάρια[21] με ωράρια[22] ερυθρά. Ο αξιότιμος διδάσκαλος του σχολείου κύριος Ευάγγελος Φουρναράκης εξεφώνησε λόγον, κατάλληλον εις την περίστασιν ταύτην, τον οποίον θέλομεν σας στείλει προς δημοσίευσιν.

Μετά την θείαν λειτουργίαν, άπαντες οι ιερείς ενδεδυμένοι τας ιερατικάς στολάς των, προηγουμένων των λυχνιών με τα εξαπτέρυγα και τας λαμπάδας, φερομένων υπό των μαθητών, μετέβησαν, συνοδευόμενοι υπό του πλήθους, εις το σχολείον, όπου εψάλη, επί της διδασκαλικής έδρας ο μέγας αγιασμός, υπέρ της συντηρήσεως του σχολείου και της προόδου των μαθητών και της υγείας και ευημερίας των φιλοτίμων αυτού ιδρυτών και συνδρομητών.

Καθ’ όλην την διάρκειαν της τελετής ταύτης παρετήρει τις, δακρυβεβρεγμένους τους οφθαλμούς των περιεστώτων, με δάκρυα μεμιγμένα, χαράς και λύπης. Χαράς μεν διότι πρώτην ήδη φοράν αξιούνται να ίδωσι δημοτελή τελετήν αποβλέπουσαν τον φωτισμόν των τέκνων των, όθεν και απείρους ευλογίας ανέπεμπον εις τους πρωταιτίους της συστάσεως του σχολείου τούτου. Λύπης δε, διότι μέχρι σήμερον εστερούντο του τοιούτου ευεργετήματος, καταρόμενοι τους αιτίους της δυστυχίας των ταύτης, την οποίαν οι περισσότεροι εξ αυτών απεφάσισαν να θεραπεύσωσι πλέον οι ίδιοι, κατά το ευγενές παράδειγμα των Αυδιωτών, συστήνοντες έκαστος σχολείον εις το χωρίον του, καθώς ήδη εσυστήθη, δια των παρ’ υμών αποσταλέντων πινάκων και βιβλίων, και εις το χωρίον Σγουροκεφάλι δια της πατριωτικής συνεργείας και δραστηριότητος του φιλομαθεστάτου και πανοσιωτάτου προηγουμένου της ιεράς Μονής Αγκαράθου, Κυρίου Νεοφύτου».

Σχολιάζοντας μετά ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης απευθύνει ονομαστικά μυρίους επαίνους στους άξιους ιδρυτές του σχολείου και το διδάσκαλο για τον ευγενή ζήλο και τη φιλομάθεια, που έδειξαν για τη σύσταση του σχολείου Αβδού. Τέλος παροτρύνει κι άλλους ιδιώτες κατοίκους των διαφόρων χωριών να μην αργήσουν να μιμηθούν το παράδειγμα των προηγουμένων και να συστήσουν κι αυτοί τέτοια σχολεία ώστε να καταστεί το σχολείο του Αβδού πρόδρομος της παιδείας στις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης. Να διατηρήσουν τη δόξα του σχολείου τους με κάθε θυσία διατηρώντας το σε καλή κατάσταση και να εορτάζουν με τον ίδιο τρόπο την εορτή των Τριών Ιεραρχών όπως όλα τα σχολεία. 

Ηράκλειο 28-1-2001

Κων/νος Γ.Φυσαράκης
Στατιστικολόγος (m.a.) ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η.
 
Σημειώσεις:

[1] Μιχάλη Τρούλη (Εφημ.Τόλμη 31-1-93), «Η κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ως Εορτή των Ελληνικών Γραμμάτων».

[2] Βλέπε Δ. Σ. Μπαλάνου : «Διατί η εορτή των Τριών Ιεραρχών εθεσπίσθη ως εορτή της Παιδείας», Αθήναι 1948.

[3] Βλέπε Κρητικά Χρονικά τευχ 1, 1950.

[4] Εννοεί πιθανότατα το αιγυπτιακό αλεύρι, όπως αποκαλούνται ακόμα και σήμερα τα μισιργιωτάκια, που εννοούνται τα μικρά αιγυπτιακά κουκιά.

[5] Δύο φορτώματα (κλαδιά της μυρτιάς), που τοποθετούνται και δένονται συνήθως με σχοινί ακόμη και σήμερα σε κάθε πλευρό σαμαριού του μεταφορικού ζώου.

[6] Η αλληλοδιδακτική παιδαγωγική μέθοδος εφαρμόστηκε το 19ο αιώνα στην Ελλάδα και Κρήτη. Το  σχολείο λειτουργεί συνήθως με ένα δάσκαλο, που διδάσκει μεγάλους, ευφυείς και επιμελείς μαθητές, κι αυτοί με τη σειρά τους αναλαμβάνουν τη διδασκαλία και καθοδήγηση των μικρότερών τους και αδυνατότερων μαθητών.

[7] Κων/νου Γ. Φυσαράκη(Εφημ.Πατρίς 25-4-2000) : «Ο καπετάν Χατζή Γεώργιος Τηλιάνης-Παπίτσας»

[8] Ι . Π. Μαμαλάκη: «Ο αγώνας του 1866-69 για την ένωση της Κρήτης. Ι σελ.15.

[9] Από κει προέρχεται και η ονομασία του τέως Δήμου Λαγκάδας με πρωτεύουσα τον Μοχό.

[10] Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες από το Μορφωτικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο Αβδού, την εκκλησία, και άλλους φορείς για την επανοικοδόμηση του ναού πάνω στα θεμέλια του παλαιού.

[11] Εμμ. Βυβιλάκη: «Έκθεσις της επί των σχολείων της Κρήτης επιτροπής του 1844», Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου «Ραδαμάνθυος», 1879.

[12] Επόμενα σχολεία μετά του Αβδού συστήνονται στο Σγουροκεφάλι, την Ανώπολη, τις Αρχάνες, τον ¶γιο Βασίλειο Βιάννου, τη Πόμπια, τη Μακρά Σίβα κ.α.

[13] Ο πατέρας του Στεφάνου Ξανθουδίδη και υπαρχηγός των ανατολικοτέρων επαρχιών στις επαναστάσεις του 1866-9 και 1878. Αναλυτικά περί του Αντ. Ζωγράφου βλέπε προσεχώς έκδοση της αυτοβιογραφίας του από τον γράφοντα.

[14] Το επίθετο σήμερα συναντάται στο Αβδού και τη Κερά σαν Πασχαλίδης. Γιος του Δαυίδ φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος δάσκαλος του επίσημα ιδρυθέντος σχολείου Αβδού το 1870, Ζαχαρίας Πασχαλίδης μετέπειτα συμβολαιογράφος και υποθηκοφύλακας Καλού Χωριού αλλά και Χερσονήσου επί Κρητικής Πολιτείας.

[15] Μαθητική πλάκα για γραφή.

[16] Κων/νου Γ. Φυσαράκη (Εφημ.Πατρίς 25-4-2000): «Ο καπετάν Χατζή Γεώργιος Τηλιάνης-Παπίτσας»

[17] Σε άλλη επιστολή του δασκάλου Ευάγγ. Φουρναράκη στις 9 Απριλίου 1860, ημέρα των εγκαινίων του σχολείου Αβδού, αναφέρει μεταξύ άλλων : «…Σήμερον έφθασεν ενταύθα ο Επίσκοπος ¶γιος Χερρονήσου και ακούσας ότι μέλλουσι να οικοδομήσουν το Σχολείον, δεν έλλειψε να τους ευχηθή και να τους συγχαρή και επομένως τους συνέδραμε δια το σχολείον και απεφάσισε εν όσω ζή να πληρώνη και ένα ετήσιον δια τον διδάσκαλον…»  

[18] Τα σχολεία τότε έκλειναν μόνο για 20 μέρες από 25 Ιουλίου μέχρι και 15 Αυγούστου, οπότε οι μαθητές τελικά εξετάζονταν από δάσκαλο άλλου σχολείου, που όριζε η Δημογεροντία Ηρακλείου. Για το κανονισμό και τους όρους λειτουργίας των σχολείων βλέπε Α.Δ.Η Βικελαία Βιβλιοθήκη.  

[19] Α.Δ.Η.φακ.4.

[20] Πρόκειται περί του ήρωα παπά Νικολάου Νταφώτη γιος του οποίου υπήρξε ο Ιωάννης Νταφώτης, ο Διοικητής τουΤάγματος Επιλέκτων Κρητών, ελευθερωτής των Αρχανών (1896-97) και αρχηγός σώματος εθελοντών Κρητών Μακεδονομάχων (1905).

[21] Μακρύ εσωτερικό άμφιο των ορθόδοξων κληρικών.

[22] ¶μφιο των διακόνων.